παιδοποιόν

παιδοποιόν
παιδοποιός
begetting
masc/fem acc sg
παιδοποιός
begetting
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • MYRMECOLEON — Graece Μυρμηκολἐων, quasi Formicaleo, apud Iobum c. 4. v. 11. iuxta LXX. Interp. Μυρμηκολέων ώλετο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βορὰν, Myrmecoleo periit, eo quod non haberet escam: Gregorio in Iobum, animalculum est formicis insidiosum, quasi leo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παιδοποιός — παιδοποιός, όν (Α) 1. αυτός που γεννά παιδιά 2. (για το σπέρμα) γόνιμος, γεννητικός («ὡς Ἀρίστωνα σπέρμα παιδοποιὸν οὐκ ἐνῆν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”